Εικόνα1

 

H διαδικτυακή προτεραιότητα δεν υπερισχύει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας που διέπει το δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας

 

 

Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Τμήμα Ειδικό Εμπορικό) 2923/2015

Α΄ δημοσίευση: IPrigths.GR

 

  • Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ σήματος και διακριτικού γνωρίσματος ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure.

 

  • Το διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του σήματος εφόσον η χρησιμοποίησή του στις συναλλαγές προηγήθηκε της καταχώρησης σήματος

 

  • Το όνομα περιοχής (domain name) μίας επιχείρησης αντιστοιχεί σε διακριτικό γνώρισμα του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. 1 του ν. 146/1914. Όταν συνιστά «ψηφιακό τόπο» παροχής υπηρεσιών από εικονικό κατάστημα που παρέχει υπηρεσίες, μπορεί να αποτελεί και διακριτικό γνώρισμα του άρθρου 13 παρ. 3 ν. 146/1914 [διασχηματισμός]. Μπορεί ακόμα να αποτελεί επωνυμία μιας επιχείρησης, αν αυτή δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

 

  • Η καταχώριση ενός διακριτικού γνωρίσματος στο διαδίκτυο δεν παρέχει οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι των μη καταχωρημένων σε αυτό διακριτικών γνωρισμάτων και το αντίστροφο.

 

  • Η χρήση διακριτικού γνωρίσματος από αδειούχο δεν δύναται να θεμελιώσει δικαίωμα αντιτάξιμο κατά του δικαιούχου αυτού

 

 

Λέξεις-κλειδιά: Εμπορικό Σήμα, Κοινοτικό Σήμα, Δικαστήρια Κοινοτικών Σημάτων, προσβολή σήματος, ταυτότητα σήματος, ομοιότητα σήματος, ομοιότητα προϊόντων, κίνδυνος σύγχυσης, διακριτικό γνώρισμα, εμπορική επωνυμία, άδεια χρήσης διακριτικών γνωρισμάτων, κατάργηση ονομάτων χώρου (domain name), διαγραφή domain name, σύγκρουση διακριτικών γνωρισμάτων

 

Κρίσιμες διατάξεις: Κανονισμός Κοινοτικού Σήματος 207/2009, άρ. 1, 4, 9, 14∙ Ν. 2943/2001, άρ. 6-11∙ Ν. 146/1914, αρ. 1, 13∙ Ν. 213/1975, αρ. 8.

 

 

Το ιστορικό:

Μία καταξιωμένη κυπριακή εταιρεία δραστηριοποιείται στο χώρο οργάνωσης εξειδικευμένων ταξιδίων και συνεδρίων σε Ελλάδα και Κύπρο από το έτος 1992 υπό συγκεκριμένο διακριτικό γνώρισμα προς διάκριση των υπηρεσιών της, το οποίο αποτελείται κατά το διακριτικό τμήμα αυτού από δύο αρχικά. Η εν λόγω ένδειξη κατοχυρώθηκε από αυτήν ως σύνθετο κοινοτικό σήμα το έτος 2005.

Από το 1999 η δραστηριότητά της ως άνω κυπριακής εταιρείας στην Ελλάδα πραγματοποιούταν μέσω αυτόνομης ελληνικής εταιρείας η οποία συστήθηκε με πρωτοβουλία της πρώτης, για να ικανοποιήσει τη διαρκώς αυξημένη πελατεία της στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της συνεργασίας των δύο εταιρειών, η κυπριακή εταιρεία παραχώρησε άτυπα στην ελληνική εταιρεία άδεια χρήσης των διακριτικών γνωρισμάτων της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δύο εταιρείες χρησιμοποιούσαν τα ίδια διακριτικά (αδειοδότρια και αδειούχος) και εμφανίζονταν στις συναλλαγές ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις, παρέχοντας τις ιδίες υπηρεσίες η κάθε μία στη χώρα της έδρας της.

Το έτος 2004 η ελληνική εταιρεία, με τη συναίνεση της κυπριακής, προέβη σε καταχώρηση ενός ονόματος χώρου με κατάληξη .gr, αποτελούμενο από το διακριτικό γνώρισμα της τελευταίας.

Το Μάρτιο 2013 προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των νόμιμων εκπροσώπων των δύο εταιρειών, οι οποίες οδήγησαν στη διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας. Η κυπριακή εταιρεία απέστειλε εξώδικο στην ελληνική, ζητώντας να διακόψει κάθε χρήση του κατοχυρωμένου σήματός της στην επωνυμία, στις ιστοσελίδες και στο domain name της, και εν συνεχεία, δεδομένου ότι η χρήση των επίμαχων αρχικών του σήματος συνεχίστηκε από την καθ’ ού, άσκησε εναντίον της ασφαλιστικά μέτρα με παρεμφερές αιτητικό, τα οποία όμως απερρίφθησαν. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών που κλήθηκε να δικάσει την κύρια υπόθεση απεφάσισε ως εξής:

 

Η απόφαση:

«[…] [Τ]ο κοινοτικό σήμα είναι το πρώτο καθαρώς κοινοτικού δικαίου δικαίωμα. Έχει υπερεθνικό χαρακτήρα και ισχύ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. […] Για τη διασφάλιση της αρχής του ενιαίου, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου και όχι των εθνικών δικαίων των κρατών-μελών (αρχή της αυτονομίας), εκτός εάν ρητώς οι διατάξεις του Κανονισμού παραπέμπουν σε ρυθμίσεις των εθνικών νομοθεσιών (άρθρο 14 παρ. 2 του Κανονισμού), συνυπάρχει δε παράλληλα με τα εθνικά δικαιώματα στο σήμα, τα οποία διατηρούν καθ’ όλα την ισχύ τους και υπόκεινται στους εθνικούς κανόνες δικαίου (αρχή της συνύπαρξης). Βασικά χαρακτηριστικά του κοινοτικού δικαιώματος στο σήμα είναι ότι αυτό γεννιέται από και με την καταχώρισή του (τυπικό σύστημα κτήσης), ενώ η χρήση του σήματος έχει σημασία μόνο για τη διακριτική δύναμη αυτού και τη διατήρηση του δικαιώματος. Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, που καθιερώθηκε και στην Ελλάδα με το ν. 2943/2001 (άρθρα 6 έως 11), εφαρμόζει, όσον αφορά στις κυρώσεις, το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή απειλείται να διαπραχθεί η προσβολή […].

Ταυτότητα σήματος αποτελεί η πιστή, κατά τα κύρια σημεία, αντιγραφή του, ενώ ομοιότητα σήματος αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγισή του προς άλλο προγενέστερο σήμα, η οποία, σε συνάρτηση με την όλη οπτική και ηχητική εντύπωση που προκαλεί και ασχέτως από επί μέρους ομοιότητες ή διαφορές των δύο σημάτων, μπορεί να προκαλέσει στον κοινό καταναλωτή σύγχυση ως προς την προέλευση των διακρινόμενων από αυτά προϊόντων από ορισμένη επιχείρηση. Ομοιότητα, δε, προϊόντων συντρέχει όταν αυτά προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς και απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών […].

Η απαγόρευση προσβολής προγενέστερου σήματος διαβαθμίζεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που επίσης ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο (ταύτιση σημάτων και προϊόντων). Στο δεύτερο επίπεδο εμπίπτει η περίπτωση στην οποία είτε το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες όμοιες με εκείνες που διακρίνει το τελευταίο, είτε το μεταγενέστερο σήμα ομοιάζει με το προγενέστερο και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες που διακρίνει επίσης το τελευταίο (ταυτότητα σημάτων και ομοιότητα προϊόντων ή υπηρεσιών / ταυτότητα προϊόντων ή υπηρεσιών και ομοιότητα σημάτων. Στην πρώτη περίπτωση της ταυτότητας σημάτων και προϊόντων ή υπηρεσιών η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι απόλυτη, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης κινδύνου σύγχυσης, ο οποίος θεωρείται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι συντρέχει, αφού το σήμα δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του, που είναι να διακρίνει στην αγορά την προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας από ορισμένη επιχείρηση. Στη δεύτερη περίπτωση η προστασία του προγενέστερου σήματος είναι σχετική και απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης των σημάτων. […] Κίνδυνος σύγχυσης υπό στενή έννοια συντρέχει όταν το συναλλακτικό κοινό λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης από την οποία προέρχονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες. Και αν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο, όταν η παραπάνω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός […].

Κατά το άρθρο 1 του νόμου 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας». Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ιδίου νόμου: «όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίας ή το ιδιαίτερο διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερος διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός.» […]. Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου, αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μερικές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Περαιτέρω, προς διάκριση της προέλευσης εμπορεύματος από συγκεκριμένο φορέα, δύναται είτε α) να κατατεθεί και καταχωρισθεί σήμα, είτε β) να χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές ένδειξη, η οποία δεν καταχωρίσθηκε ως σήμα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ένδειξη προστατεύεται ως διασχηματισμός υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 του Ν 146/1914. Ως προς τον χρόνο έναρξης της προστασίας το σήμα διαφέρει από τον διασχηματισμό. Ειδικότερα αναφορικά με το κοινοτικό σήμα αυτό ισχύει, κατά τα παραπάνω, από και διά της καταχώρησης, ο δε διασχηματισμός από το ουσιαστικό γεγονός της καθιέρωσής του στις συναλλαγές […].

3. Με το άρθρο 8 της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, που κυρώθηκε με το ν. 213/1975, ορίζεται ότι «η εμπορική επωνυμία θα προστατεύεται εν πάση χώρα της ενώσεως άνευ υποχρεώσεως καταθέσεως ή καταχωρίσεως είτε αποτελεί ή μη μέρους του βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι αλλοδαπές επωνυμίες προστατεύονται στα άλλα κράτη μέλη κατά τον ίδιο τρόπου που προστατεύονται και οι εσωτερικές επωνυμίες […]. Έτσι, εμπορική επωνυμία προερχόμενη από κράτος μέλος της Σύμβασης προστατεύεται στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 146/1914 και του άρθρου 58 ΑΚ. […]

4. Οι ειδικές διατάξεις για τη μεταβίβαση σημάτων […] και παραχώρησης της χρήσης αυτών […] δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της παραχώρησης διακριτικού γνωρίσματος και συνεπώς η παραχώρηση άδειας χρήσης διακριτικού γνωρίσματος γίνεται άτυπα (ΑΚ 158) χωρίς να εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις για την παραχώρηση άδειας χρήσης σήματος. […] Με τη λήξη της σύμβασης παύει και το δικαίωμα χρήσης των διακριτικών γνωρισμάτων.

4. [sic] Σε περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ σήματος αφενός και διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure. Ισχύει, δηλαδή, η αρχή της προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερον κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεοτέρου […]. Επομένως, εάν προηγήθηκε η χρησιμοποίηση στις συναλλαγές διακριτικού γνωρίσματος, που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας και της διακριτικής δύναμης, και στη συνέχεια ακολούθησε η καταχώρηση σήματος, τότε, σύμφωνα με την προεκτεθείσα αρχή- υπερισχύει το διακριτικό γνώρισμα, οπότε ο δικαιούχος του τελευταίου, επικαλούμενος κατ’ ένσταση την προτεραιότητά του, δικαιούται να αποκρούσει την επί παραλείψει αγωγή του δικαιούχου του σήματος, ως κάτοχος υπέρτερου δικαιώματος (βλ. ΑΠ 371/2012 ό.π.). Εξάλλου, βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο, όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση συναλλαγών. Μέσο για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το «domain name» (όνομα περιοχής), το οποί κατ’ ουσία επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήστη του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης […]. […] Όταν δικαιούχος του ονόματος περιοχής είναι επιχείρηση, ορθότερο είναι να λεχθεί ότι πρόκειται για διακριτικό γνώρισμα του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. 1 του ν. 146/1914, δηλαδή για διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης ή του καταστήματος ή, όταν συνιστά «ψηφιακό τόπο» παροχής υπηρεσιών από εικονικό κατάστημα που παρέχει υπηρεσίες, μπορεί να αποτελεί και διακριτικό γνώρισμα του άρθρου 13 παρ. 3 ν. 146/1914. Μπορεί ακόμα να αποτελεί επωνυμία μιας επιχείρησης, αν αυτή δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο. Ωστόσο, η καταχώριση στο διαδίκτυο δεν παρέχει οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι των μη καταχωρημένων σε αυτό διακριτικών γνωρισμάτων και το αντίστροφο. Δηλαδή η διαδικτυακή προτεραιότητα δεν υπερισχύει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας, όπως αυτή ισχύει στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας […]».

[…] [Σ]τις 19-6-2013 επιδόθηκε στην εναγόμενη εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-πρόσκληση με την οποία η ενάγουσα την καλούσε να διακόψει εντός πέντε ημερών κάθε χρήση του κατοχυρωμένου σήματός της, στην επωνυμία, στις ιστοσελίδες και στο domain name της. Από το χρονικό αυτό σημείο και με αυτόν τον τρόπο δηλώθηκε η βούληση της ενάγουσας να παύσει η εναγόμενη να κάνει χρήση των αρχικών «**», η δήλωση δε αυτή ενείχε ανάκληση της άδειας χρήσης των ως άνω διακριτικών. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η Ε.Π.Ε. έκανε χρήση των διακριτκών «**» με κεφαλαία ή μικρά γράμματα, στο πλαίσιο άτυπης συμφωνίας παραχώρησης άδειας χρήσης αυτών για αόριστο χρόνο […]. Η χρήση αυτή συνεχίστηκε από την οιονεί καθολική διάδοχό της, την εναγόμενη Α.Ε. με τη συναίνεση της ενάγουσας, για το λόγο ότι κρίθηκε συμφέρουσα και για την ίδια, εφόσον θα συνεχιζόταν η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιριών, έστω και υπό διαφορετικούς όρους. […] Περαιτέρω, επειδή η εναγόμενη συνέχισε να κάνει χρήση των διακριτκών της ενάγουσας και μετά την επίδοση της παραπάνω εξωδίκου η τελευταία άσκησε κατά αυτής […] αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτή ζητούσε να υποχρεωθεί να παραλείπει τη χρήση του σήματος της στην επωνυμία, το διακριτικό της τίτλο, ως ηλεκτρονική διεύθυνση και ως όνομα χώρου στο διαδίκτυο […]. Στην αίτηση σωρεύονταν και αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής προκειμένου να απαγορευθεί προσωρινά στην εναγόμενη η χρήση του ονόματος πεδίου www.****.gr και να μεταβληθούν η εταιρική επωνυμία και ο διακριτικός της τίτλος. […] Στο μεταξύ, από τον Μάρτιο του έτους 2013, οπότε κατά τα παραπάνω διερράγησαν οι σχέσεις μεταξύ των αντιδίκων εταιριών, και διαρκούσης της αντιδικίας με την ενάγουσα, η εναγόμενη προχώρησε σε προώθησε νέας επιχειρηματικής ταυτότητας (rebranding), προκειμένου να αποστασιοποιηθεί από την αντίδικό της. […] Παρά την αλλαγή της επιχειρηματικής της ταυτότητας η εναγόμενη εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κάνει χρήση των αρχικών «**» στην επωνυμία της και στον διακριτικό της τίτλο, προκειμένου να προσδιορίσει την εταιρική της ταυτότητα, αλλά και στο νέο της διακριτικό των υπηρεσιών της «****», αφού μαζί με αυτό χρησιμοποιεί και την λεκτική ένδειξη «** ** *****» […]. Επίσης, εξακολουθεί να κάνει χρήση των ονομάτων χώρου www.******.gr και www.********.gr, δεδομένου ότι η πληκτρολόγηση αυτών οδηγεί αυτόματα στην ιστοσελίδα της εναγομένης στο διαδίκτυο, η οποία είναι πλέον συνδεδεμένη με το όνομα χώρου www.*************.com. Τέλος, όπως συνομολογεί η ίδια, παρόλο που έχει προβεί σε αλλαγή της ηλεκτρονικής της διεύθυνσης, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί και την παλαιά στην οποία περιέχονται τα αρχικά «**».

Η παραπάνω χρήση των αρχικών «**» από την εναγόμενη και μετά τη λήξη της συνεργασίας της με την ενάγουσα και την ανάκληση της άδειας χρήσης των διακριτικών γνωρισμάτων, έγινε χωρίς δικαίωμα, προδήλως, δε, μπορεί να προκαλέσει και πράγματι προκάλεσε σύγχυση στους οικείους συναλλακτικούς κύκλους, οι οποίοι μπορεί να θεωρήσουν ότι μεταξύ των δύο εταιριών εξακολουθεί να υφίσταται οικονομικός ή άλλος δεσμός. Σημειώνεται ότι η σύγχυση αυτή προέρχεται αποκλειστικά από τη χρήση των επίμαχων αρχικών, κι όχι από τη χρήση των λέξεων Destination Management (διαχείριση προορισμού), οι οποίες ως περιγραφικές των παρεχόμενων υπηρεσιών, είναι ευρέως χρησιμοποιούμενες διεθνώς από επιχειρήσεις αυτού του αντικειμένου και δεν έχουν οποιαδήποτε διακριτική δύναμη. Επομένως, καταφάσκεται εν προκειμένω προσβολή των δικαιωμάτων της ενάγουσας στο κοινοτικό σήμα, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγόμενης ότι η χρήση του σήματος της ενάγουσας έγινε μόνο ως επωνυμία, κι όχι για τον προσδιορισμό των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών, δηλονότι κατά τα προαναφερόμενα υπήρξε χρήση του σήματος για υπηρεσίες. Απορριπτέα εξάλλου, ως ουσία αβάσιμη είναι και η ένσταση της εναγόμενης περί του ότι υπήρξε δικαίωμα αυτής στο όνομα χώρου www.*****.gr, ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησής της, που προηγείται χρονικά της καταχώρισης του κοινοτικού σήματος της ενάγουσας, ως καταχωρηθέν το έτος 2004. Τούτο διότι στην καταχώρηση και μετέπειτα χρήση του διακριτικού αυτού προέβη ως αδειούχος και ως εκ τούτου η χρήση αυτή δεν δύναται να θεμελιώσει δικαίωμά της στο διακριτικό γνώρισμα αντιτάξιμο κατά της δικαιούχου αυτού ενάγουσας.

Περαιτέρω, η χρήση εκ μέρους της εναγομένης των αρχικών «**» στην επωνυμία, στο διακριτικό της τίτλο, στα ονόματα χώρου, στην ηλεκτρονική της διεύθυνση, αλλά και στα διάφορα έντυπα της επιχείρησής της, ως διακριτικό των παρεχόμενων από αυτή υπηρεσιών, προσβάλλει το δικαίωμα της ενάγουσας στα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησής της και ειδικότερα το δικαίωμά της στην επωνυμία και το όνομα χώρου, αλλά και στο διακριτικό γνώρισμα των υπηρεσιών της και ως εκ τούτου συνιστά πράξη αθεμίτως ανταγωνιστική με την έννοια του άρθρου 13 του ν. 146/1914.

[…] [Πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο (Α) αγωγή και αα) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παύσει και να παραλείπει στο μέλλον τη χρήση των αρχικών «**», με κεφαλαία ή μικρά γράμματα, στην επωνυμία, το διακριτικό της τίτλο, στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στο όνομα χώρου της στο διαδίκτυο, ββ) να απειληθεί χρηματική ποινή ύψους τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ για κάθε παράβαση των αμέσως ως άνω υποχρεώσεων προς παράλειψη, γγ) να διαταχθεί, ως μέσο άρσης της προσβολής, η δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της παρούσας, εντός δύο (2) μηνών από την τελεσιδικία της, σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας επιλογής της εναγομένης, με επιμέλεια και δαπάνες της […]

Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό στοιχείο (Γ) αγωγή και υποχρεωθεί η εναγόμενη ως διαχειρίστρια των ονομάτων χώρου με κατάληξη gr και έχουσα αρμοδιότητα για τη διαγραφή αυτών, να προβεί εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την τελεσιδικία της παρούσας σε διαγραφή των ονομάτων χώρου www.*****.gr και www.********.gr, να καταδικαστεί δε αυτή σε χρηματική ποινή ύψους τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, σε περίπτωση που δεν εκτελέσει την αμέσως ως άνω πράξη. […]

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

[…]

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη «** ***** Α.Ε» να παύσει και να παραλείπει στο μέλλον τη χρήση των αρχικών «**», με κεφαλαία ή μικρά γράμματα, στην επωνυμία, το διακριτικό της τίτλο, στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στο όνομα χώρου της στο διαδίκτυο.

[…]

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της παρούσας, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την τελεσιδικία της, σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας επιλογής της εναγόμενης με επιμέλεια και δαπάνες της.

[…]

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ)» να προβεί, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την τελεσιδικία της παρούσας σε διαγραφή των ονομάτων χώρου www.*****.gr και www.********.gr.

 

Επιμέλεια: Θεόδωρος Χίου, Δικηγόρος, σύμβουλος δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας

Photo credits: http://www.freepik.com/free-photo/colorful-signs-with-different-domains_953481.htm. Designed by Freepik