Λόγω Εκτέλεσης μη Εκπροσωπούμενου Μουσικού Ρεπερτορίου σε Κατάστημα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (καφετέρια)
Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 5653/2017 (Ασφ).
Α’ Δημοσίευση: ΙPrights.GR
Οι εισφορές καλλιτεχνών που ερμηνεύουν ή εκτελούν μουσικά έργα και οι παραγωγοί των υλικών φορέων ήχου χρειάζονται προστασία (με συγγενικά δικαιώματα), ώστε (αυτές) να μη γίνονται αντικείμενο οικειοποίησης και εκμετάλλευσης από τρίτους.
O χρήστης (κατάστημα) οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Το δικαίωμα της εύλογης αμοιβής είναι ανεκχώρητο και υποχρεωτικά εκ του νόμου ανατίθεται για είσπραξη και διαχείριση σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.
Το τεκμήριο αρμοδιότητας διαχείρισης (εκπροσώπησης) υπέρ των ΟΣΔ είναι μαχητό, λειτουργεί αποδεικτικά και νομιμοποιητικά και ο χρήστης (κατάστημα), στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνάς του, μπορεί να το ανατρέψει, επικαλούμενος και αποδεικνύοντας για τα παρουσιαζόμενα δημοσίως μουσικά έργα ότι δεν υφίσταται αρμοδιότητα του ΟΣΔ για την είσπραξη συγγενικών δικαιωμάτων.
Ο χρήστης αναπαράγει συγκεκριμένο είδος μουσικής και δη μουσική metal και heavy-metal καλλιτεχνών και συγκροτημάτων που δεν είναι ευρέως γνωστοί και δεν εκπροσωπούνται από τον ΟΣΔ. Περαιτέρω, δεν πιθανολογήθηκε ότι στο συγκεκριμένο κατάστημα ακούγονται και έργα καλλιτεχνών που έχουν εκχωρήσει τα δικαιώματά τους στον αιτούντα ΟΣΔ.
Λέξεις-κλειδιά: Συγγενικά Δικαιώματα, ερμηνευτές, εκτελεστές, φωνογραφήματα, εύλογη αμοιβή, υποχρεωτική συλλογική διαχείριση, δημόσια εκτέλεση, κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, metal μουσική.
Κρίσιμες διατάξεις: Ν. 2121/1993, άρ. 49, 55
Σημείωση: Η απόφαση εφαρμόζει το παλαιό δίκαιο συλλογικής διαχείρισης (προ του Ν. 4481/2017). Εντούτοις, τα διδάγματά της δύνανται να μεταφερθούν και υπό το νέο καθεστώς, δεδομένου ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο των τεκμηρίων εκπροσώπησης (βλ. ιδίως το πρώην άρθρο 55 παρ. 2 Ν. 2121/1993 και το νυν άρθρο 7 Ν. 4481/2017) παραμένει κατ’ ουσίαν το ίδιο.
Το ιστορικό
Oργανισμός Συλλογικής διαχείρισης που διαχειρίζεται και νομιμοποιείται να εισπράττει την υπαγόμενη σε υποχρεωτική συλλογική διαχείριση εύλογη και ενιαία αμοιβή ερμηνευτών (τραγουδιστών), εκτελεστών (μουσικών) και παραγωγών (δισκογραφικών εταιρειών) για παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων με τις συμβολές τους οι οποίες προστατεύονται με συγγενικά δικαιώματα, ζητά από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και συναφείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη (καφετέρια, εστιατόρια, πολυχώρους διασκέδασης) την καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής με βάση το δημοσιευθέν αμοιβολόγιο για την επί σειρά ετών χρήση μουσικής. Οι καθ’ ων επιχειρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και όλες τις ώρες λειτουργίας της επιχείρησης φωνογραφήματα με μουσικό ρεπερτόριο προς προσέλκυση και ψυχαγωγία των πελατών τους αρνούνται τη διαπραγμάτευση και καταβολή αμοιβής και ο ΟΣΔ ζητά με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να επιδικαστεί προσωρινά το ήμισυ των σχετικών ποσών και να υποχρεωθούν οι καθ’ ων να προσκομίσουν καταλόγους με τους τίτλους του μουσικού ρεπερτορίου που χρησιμοποίησαν. Το δικαστήριο αποφάσισε ως εξής:
Η απόφαση
«[…] Με τις διατάξεις των άρθρων 46 επ. Ν. 2121/1993 για την «πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα», νομοθετήθηκε η προστασία των συγγενικών, προς την πνευματική ιδιοκτησίας δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων σε εργασίες («εισφορές» κατά την ορολογία του νόμου), που σχετίζονται με την πνευματική ιδιοκτησία ή ακόμη έχουν κάποιες ομοιότητες με αυτή, δεν μπορούν όμως να αναχθούν σε αυτοτελή πνευματικά έργα, διότι δεν εμφανίζουν τα κρίσιμα στοιχεία της πνευματικής δημιουργίας, συμβάλλουν όμως, και μάλιστα πολλές φορές καθοριστικά στη δημόσια εκτέλεση, στην αναπαραγωγή και γενικά στη διάδοση των έργων αυτών. […] [σ]ύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 48 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 εισφορές παρέχουν κυρίως οι καλλιτέχνες που ερμηνεύουν ή εκτελούν τα έργα και οι παραγωγοί των υλικών φορέων ήχου και εικόνας. Οι εισφορές των προσώπων αυτών χρειάζονται προστασία, ώστε να μη γίνονται αντικείμενο οικειοποίησης και εκμετάλλευσης από τρίτους. Η προστασία αυτή συγκεκριμενοποιείται στη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1, κατά την οποία, όταν ο υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας […] που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για […] παρουσίαση στο κοινό, ως τέτοια δε θεωρείται κάθε χρήση, εκτέλεση ή παρουσίαση του έργου, η οποία το κάνει προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό οικογενειακό κύκλο και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. […] Το δικαίωμα της εύλογης αμοιβής […] σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 49 Ν. 2121/1993 είναι ανεκχώρητο και υποχρεωτικά εκ του νόμου ανατίθεται για είσπραξη και διαχείριση σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.
[…] [Κ]ατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου ως άνω νόμου τεκμαίρεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σε αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο, που λειτουργεί καταρχήν αποδεικτικά και αποβλέπει στη διευκόλυνση της απόδειξης εκ μέρους των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών προς τούτα δικαιωμάτων της νομιμοποίησης τους, τόσο για την κατάρτισης των σχετικών συμβάσεων και την είσπραξη των προβλεπόμενων από τον ανωτέρω νόμο αμοιβών όσο και για τη δικαστική προστασία των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών, ενισχύοντας έτσι σημαντικά την έναντι των χρηστών θέση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης […]. Από την ανωτέρω όμως διάταξη και ιδίως από την περιεχόμενη σε αυτή φράση «όλων των έργων», για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβαστεί σε αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο νόμος απαιτεί για το ορισμένο της σχετικής αίτησης ή αγωγής των ημεδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης την εξαντλητική και δη την ονομαστική αναφορά στο δικόγραφο όλων των δικαιούχων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) συγγενικών δικαιωμάτων, που οι οργανισμοί αυτοί εκπροσωπούν και όλων των έργων τους, για τα οποία τους έχουν μεταβιβαστεί οι σχετικές εξουσίες καθώς και των αντίστοιχων αλλοδαπών οργανισμών, στους οποίους ανήκουν οι αλλοδαποί δικαιούχοι ή των επιμέρους στοιχείων και λεπτομερειών, των σχετιζόμενων με τις συμβάσεις αμοιβαιότητας, που οι αιτούντες ή ενάγοντες ημεδαποί οργανισμοί έχουν συνάψει με τους ομοειδείς αλλοδαπούς, αφού κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο πνεύμα της ολότητας των διατάξεων του Ν. 2121/1993, δημιουργώντας νέες δυσχέρειες στη δικαστική κυρίως διεκδίκηση της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων και της είσπραξης των προβλεπόμενων από το νόμο αυτό αμοιβών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η ενιαία εύλογη και αποδυναμώνοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τον επιδιωκόμενο από την προαναφερθείσα διάταξη στόχο. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εισαγόμενο από τη διάταξη αυτή μαχητό τεκμήριο λειτουργεί όχι μόνο αποδεικτικά αλλά και νομιμοποιητικά και επομένως κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διάταξης, αρκεί για το ορισμένο και παραδεκτό της σχετικής αγωγής των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης η αναφορά στο δικόγραφο ότι αυτοί εκπροσωπούν το σύνολο της ενδιαφερόμενης κατηγορίας δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) και του έργου αυτών, καθώς και η δειγματοληπτική αναφορά αυτών και δεν απαιτείται η εξαντλητική αναφορά του συνόλου των προεκτεθέντων στοιχείων, μη απαιτουμένης ούτε της διευκρίνησης της επιμέρους σχέσης, που συνδέει τους τελευταίους με τον κάθε αλλοδαπό δικαιούχο, για τον οποίο αξιώνουν την καταβολή της επίδικης εύλογης αμοιβής, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου β’ του προαναφερθέντος άρθρου [55 παρ. 2 Ν. 2121/1993 (sic)] [Σημ. Θ.Χ.: δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψιν η διάταξη του άρ. 55 παρ. 2 εδ. β’ όπως ίσχυε (προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ. 3 του Ν. 3905/2010), σύμφωνα με την οποία «Εφόσον οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που λειτουργεί με έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού ασκεί το δικαίωμα της εύλογης και ενιαίας αμοιβής του άρθρου 49 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, τεκμαίρεται ότι εκπροσωπεί όλους ανεξαιρέτως τους δικαιούχους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, και όλα ανεξαιρέτως τα έργα τους.»] […].
Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορούν άλλωστε και τα ακόλουθα:
1) Το γεγονός ότι η διαχείριση και προστασία του συγγενικού δικαιώματος, του αφορώντος τη διεκδίκηση και την είσπραξη της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 2121/1993 εύλογης αμοιβής, ανατίθεται υποχρεωτικά από το νόμο αυτό σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και δεν μπορεί να ασκηθεί ατομικά από τους δικαιούχους του εν λόγω δικαιώματος,
2) Το γεγονός ότι το ύψος της εύλογης αμοιβής αλλά και η υποχρέωση καταβολής της από τους χρήστες σε καμία περίπτωση δε συναρτάται προς τον αριθμό και την ταυτότητα των μελών των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης.
[…]
4) Το ότι το εισαγόμενο κατά τα ανωτέρω τεκμήριο είναι, όπως προεκτέθηκε μαχητό και ο χρήστης, στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνάς του, μπορεί να το ανατρέψει, αφού από τον προαναφερθέντα νόμο προβλέπεται:
α) υποχρέωση του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης να διαπραγματεύεται με τους χρήστες και να προβάλει τις σχετικές με τις αμοιβές των μελών του αξιώσεις του, σε περίπτωση δε διαφωνίας τους να προσφεύγει στο Μονομελές Πρωτοδικείο, για τον προσωρινό καθορισμό της επίδικης εύλογης αμοιβής […], με επακόλουθο οι χρήστες να έχουν τη δυνατότητα και την απαιτούμενη άνεση χρόνου να πληροφορηθούν οτιδήποτε σχετίζεται με τα μέλη ή τα έργα των μελών του οργανισμού ή με τους αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς και τα μέλη τους, που αυτός αντιπροσωπεύει στην ημεδαπή ή ακόμη και με τις σχετικές συμβάσεις αμοιβαιότητας και εν γένει να διαπιστώσουν αν το ως άνω τεκμήριο ανταποκρίνεται ή μη στην αλήθεια,
β) υποχρέωση του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των συγγενικών δικαιωμάτων, σε περίπτωση που αμφισβητηθεί από δικαιούχο ότι ορισμένο έργο, στη σύμβαση που καταρτίσθηκε με το χρήστη, ανήκε στην αρμοδιότητα του, να συντρέξει με κάθε τρόπο τον αντισυμβαλλόμενο του χρήστη (άρθρο 55 παρ. 4 Ν. 2121/1993), παρέχοντάς του, μεταξύ άλλων πληροφορίες ή ο,τιδήποτε άλλο σχετικό με τα μέλη του και τα έργα αυτών, καθώς και να παρέμβει στη σχετική δίκη [Σημ. Θ.Χ.: δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψιν η διάταξη του άρ. 55 παρ. 4 τελ. εδ. όπως ίσχυε (προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ.4 του Ν. 3905/2010), σύμφωνα με την οποία «Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υποχρεωτικής συλλογικής διαχείρισης του άρθρου 49 παρ. 1 του παρόντος νόμου»], αν ο ανωτέρω οργανισμός δηλώνει ψευδώς ότι έχει την εξουσία να διαχειρίζεται ορισμένα έργα ή να αντιπροσωπεύει ορισμένους καλλιτέχνες ή παραγωγούς, εκτός από τις ποινικές ευθύνες, οφείλει να αποζημιώσει τον αντισυμβαλλόμενο του χρήστη (άρθρο 55 παρ. 4 εδ. β’ του Ν. 2121/1993) και
5) Το γεγονός ότι η τακτική αγωγή του άρθρου 49 παρ. 1 εδ. ε’ του ίδιου νόμου προσομοιάζει, ως προς τη νομιμοποίηση, με τις συλλογικές αγωγές (όπως με την αγωγή του άρθρου 10 παρ. 1, 8 και 9 του Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» ή ακόμη και με εκείνη του άρθρου 669 ΚΠολΔ), τις οποίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν όχι πλέον μεμονωμένα άτομα αλλά συλλογικοί φορείς, όπως διάφορα σωματεία ή άλλες ενώσεις προσώπων, που έχουν συσταθεί και αποβλέπουν στην προστασία συγκεκριμένων συλλογικών συμφερόντων, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά όλων των μελών του εκάστοτε ενάγοντος συλλογικού φορέα για το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής αυτού.
Περαιτέρω, οι ως άνω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης είναι δυνατόν να διαχειρίζονται συγγενικά δικαιώματα και αλλοδαπών φορέων, δικαιούμενοι κατά το άρθρο 72 παρ. 3 Ν. 2121/1993 να συνάπτουν συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους αντίστοιχους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης της αλλοδαπής. [Ο]ι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων νομιμοποιούνται να προβαίνουν στη διαπραγμάτευση, είσπραξη, διεκδίκηση και διανομή της εύλογης αμοιβής, που δικαιούνται και οι αντίστοιχοι προς τους ημεδαπούς, αλλοδαποί δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων, δηλαδή οι αλλοδαποί εκτελεστές, μουσικοί, ερμηνευτές, τραγουδιστές και παραγωγοί υλικών φορέων ήχου, για τη χρήση του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου τους στην ημεδαπή […].
[Η] ένδικη αίτηση […] είναι ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμού των καθ’ ων που συνάπτονται και με την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπο του αιτούντος οργανισμού, την οποία αρνούνται, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν απαιτείται εξαντλητική και δη ονομαστική αναφορά στο δικόγραφο όλων των δικαιούχων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) συγγενικών δικαιωμάτων, που ο αιτών εκπροσωπεί και των έργων τους, για τα οποία του έχουν μεταβιβαστεί οι σχετικές εξουσίες, ενόψει του υφιστάμενου νομίμου τεκμηρίου εκπροσώπησης από μέρους του του συνόλου αυτών, παρά ταύτα τέτοια αναλυτική παράθεση περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως τουλάχιστον ως προς τους ημεδαπούς δικαιούχους, ενώ αναφέρονται ενδεικτικώς και έργα που αναπαρήχθησαν κατά το επίδικο διάστημα στα ένδικα καταστήματα, εναπόκειται δε στους καθ’ ων να ανατρέψουν το σχετικό τεκμήριο, ήτοι να επικαλεστούν και να αποδείξουν ότι για τα αναπαραγόμενα στα καταστήματά τους μουσικά έργα δεν υφίσταται αρμοδιότητα του αιτούντος για την είσπραξη συγγενικών δικαιωμάτων, ισχυρισμός που ανάγεται στην ουσία της υπόθεσης.
[Στις καθ’ων] επιχειρήσεις, που λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και πάντως οπωσδήποτε άνω των 7 μηνών κατ’ έτος, οι ανωτέρω καθ’ών κάνουν χρήση μουσικής με δημόσια εκτέλεση και με μηχανικά μέσα αναπαραγωγής καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας τους, ως οι εξ αυτών παρασταθέντες δεν αρνήθηκαν, πιθανολογήθηκε δε τούτο και από την κατάθεση του μάρτυρος της αιτούσας, προερχόμενη είτε εξ ιδίας αντίληψης είτε από τις πληροφορίες που του μετέφεραν έτεροι υπάλληλοι της αιτούσας, και από τις επιτόπιες μεταβάσεις τους στα επίδικα καταστήματα.
[…] Η πρώτη καθ’ ης στο παραπάνω κατάστημα της [καφετέρια επιφανείας 50 τμ] αναπαράγει συγκεκριμένο είδος μουσικής και δη μουσική metal και heavy-metal καλλιτεχνών και συγκροτημάτων που δεν είναι ευρέως γνωστοί και δεν εκπροσωπούνται από την αιτούσα, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στις προσκομιζόμενες από μέρους της σχετικές λίστες εκτυπωμένες από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του καταστήματος όπου είναι αποθηκευμένες και απ’ όπου γίνεται η αναπαραγωγή τους (ενδεικτικώς οι Sunlight, Less than Human, Madrake, κλπ) ενώ από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι στο συγκεκριμένο κατάστημα ακούγονται και έργα καλλιτεχνών που έχουν εκχωρήσει τα δικαιώματά τους στην αιτούσα, ούτε και ο μάρτυρας της εξάλλου ήταν σε θέση να καταθέσει για τέτοια συγκεκριμένα έργα, περιορισθείς σε αόριστη αναφορά στην αναπαραγωγή μουσικής που εκπροσωπείται από την αιτούσα. Συνεπώς, ως προς την πρώτη καθ’ ης πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της […].
[…]
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς την πρώτη καθ’ ης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης καθ’ ης, οριζόμενα στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
[…]»
Επιμέλεια: Δρ. Θεόδωρος Χίου, Δικηγόρος Διανοητικής Ιδιοκτησίας, Ψηφιακών Τεχνολογιών και Καινοτομίας (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)
Πηγή: Θερμές ευχαριστίες στη δικηγόρο Θεσσαλονίκης Μαριάννα Βασιλείου, για την ευγενική παραχώρηση της απόφασης.
Photo credit: Freepik.com (@Kate Mangostar)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
ΑΔΕΙΕΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ: ΤΟ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ...
ΕΚΔΗΛΩΣΗ: ΛΟΓΟΚΛΟΠΗ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ...